- αρπαγιμος
- ἁρπάγιμος3похищенный
(ψυχή Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ψυχή Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἁρπαγίμης — ἁρπάγιμος ravished fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαγίμοις — ἁρπάγιμος ravished masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαγίμους — ἁρπάγιμος ravished masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαγίμα — ἁρπαγίμᾱ , ἁρπάγιμος ravished fem nom/voc/acc dual ἁρπαγίμᾱ , ἁρπάγιμος ravished fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαγίμας — ἁρπαγίμᾱς , ἁρπάγιμος ravished fem acc pl ἁρπαγίμᾱς , ἁρπάγιμος ravished fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιμος — κατάλ. επιθέτων τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. μος που σχηματίστηκε με απόσπαση τού ι , από το α σύνθ. λέξεων (λ. χ. κυδι άνειρα > κύδ ιμος). Στη συνέχεια η κατάλ. επεκτάθηκε αναλογικά και σχημάτισε επίθετα σε ιμος, κατά κανόνα,… … Dictionary of Greek